- σημαῖνον
- σημαίνωshow by a signpres part act masc voc sgσημαίνωshow by a signpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σημαίνον — το, Ν γλωσσ. η φωνολογική δήλωση, η μορφή, η ακουστική εικόνα ενός γλωσσικού σημείου, το αισθητό μέρος του, χάρη στο οποίο δηλώνεται το σημαινόμενο και γίνεται αντιληπτό με το άκουσμα ή με την ανάγνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ.… … Dictionary of Greek
σήμαινον — σημαίνω show by a sign imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σημαίνω show by a sign imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СТОИЦИЗМ — СТОИЦИЗМ учение одной из наиболее влиятельных философских школ Античности, основанной ок. 300 до н. э. Зеноном изКития; название «Стоя» происходит от названия «Расписного Портика» (Στοὰ Ποικίλη) в Афинах, где преподавал Зенон.… … Античная философия
MYSTERIUM — Graeca vox, paganis olim frequens, nec Scripturis Patribusque ignota. Origo nominis Hebraica, satar enim eccultare est: Mistar, aut Mister est res obscondita, secretum. Graeci Grammatici etymon varie explicant, Μυεῖν est arcanam doctrinam tradere … Hofmann J. Lexicon universale
αειρείτη — ἀειρείτη, η (Α) λέξη φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το ουσ. ἀρετή «Εἰ δ ἐπὶ τούτοις ἡ κακία ἐστὶν τοὔνομα, τοὐναντίον τούτου ἡ ἀρετὴ ἄν εἴη, σημαῑνον πρῶτον μὲν εὐπορίαν, ἔπειτα δὲ λελυμένην τὴν ῥοὴν τῆς ἀγαθῆς ψυχῆς εἶναι… … Dictionary of Greek
πλησιότης — ητος, Α [πλησίος] η ιδιότητα τού να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι ή κάποιον άλλο, η γειτονία, γειτνίαση («ἐπίρρημα σημαῑνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.) … Dictionary of Greek
σημαινόμενο — το, Ν (γλωσσ·) η σημασία, το νόημα, το περιεχόμενο ενός γλωσσικού σημείου, το οποίο δηλώνεται από το σημαίνον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής παθ. μτχ. τού ρ. σημαίνω] … Dictionary of Greek
συνέντευξη — η / συνέντευξις, εύξεως, ΝΑ νεοελλ. 1. προκαθορισμένη συνάντηση, ραντεβού («ο ιατρός δέχεται επί συνεντεύξει») 2. η με ένα σημαίνον πρόσωπο συνομιλία για σοβαρό θέμα η οποία προορίζεται για δημοσιότητα 3. φρ. α) «προσωπική συνέντευξη» i) μορφή… … Dictionary of Greek
φαλλοκεντρισμός — ο, Ν (φιλοσ.) σύστημα σκέψης στο οποίο ο φαλλός συνιστά το πρωταρχικό σημαίνον στοιχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phallocentrisme] … Dictionary of Greek
φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… … Dictionary of Greek